- κυανοπτέρυξ
- κῠᾰνο-πτέρυξ, ῠγος, ὁ, ἡ, = foreg.,A
παῖς Ἀφροδίτας Cerc.5.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παῖς Ἀφροδίτας Cerc.5.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυανοπτέρυξ — κυανοπτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) (για τον Έρωτα) αυτός που έχει μαύρα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πτέρυξ (πρβλ. λευκο πτέρυξ, φοινικο πτέρυξ)] … Dictionary of Greek
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek